- Λαμάχου
- Λᾱμάχου , Λάμαχοςsapulamasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλαυσίμαχος — κλαυσίμαχος, ον (Α) (ως κωμ. λογοπαίγνιο τού Αριστοφ. για το όνομα Λάμαχος) αυτός που επιθυμεί σφοδρά να πολεμήσει («υἱὸς Λαμάχου,... εἰ σὺ μὴ εἴης ἀνδρὸς βουλομάχου καὶ κλαυσιμάχου τινὸς υἱός», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυσι (< κλαίω, πρβλ.… … Dictionary of Greek
Αχαρνείς — Κωμωδία του Αριστοφάνη, που θεωρείται το πιο παλιό από τα έργα του μεγάλου κωμικού ποιητή που σώζονται. Ανεβάστηκε στα Λήναια το 425 π.Χ. και πήρε το α’ βραβείο. Το έργο διαδραματίζεται μέσα στις άθλιες συνθήκες ξεριζωμού, πείνας και επιδημιών… … Dictionary of Greek
Δημόστρατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος δημαγωγός (5ος αι. π.Χ.). Υποστήριξε με σθένος την ανακήρυξη του Αλκιβιάδη, του Νικία και του Λαμάχου σε στρατηγούς αυτοκράτορες, για να προετοιμάσουν και να πραγματοποιήσουν την εκστρατεία στη Σικελία κατά… … Dictionary of Greek
Πελοποννησιακός πόλεμος — Ο μακρότερος και αιματηρότερος πόλεμος μεταξύ των ελληνικών κρατών της αρχαιότητας (431 – 404 π.Χ.). Σε αυτόν βρέθηκαν αντιμέτωπες οι δύο μεγαλύτερες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας, η Αθήνα και η Σπάρτη, πλαισιωμένες αντίστοιχα από τις συμμαχίες τους … Dictionary of Greek